εξωπαρασιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωπαρασιτικός < εξωπαράσιτο + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξωπαρασιτικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που έχει σχέση με εξωπαράσιτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωπαρασιτικός
|