↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοπαρασιτικός η ενδοπαρασιτική το ενδοπαρασιτικό
      γενική του ενδοπαρασιτικού της ενδοπαρασιτικής του ενδοπαρασιτικού
    αιτιατική τον ενδοπαρασιτικό την ενδοπαρασιτική το ενδοπαρασιτικό
     κλητική ενδοπαρασιτικέ ενδοπαρασιτική ενδοπαρασιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοπαρασιτικοί οι ενδοπαρασιτικές τα ενδοπαρασιτικά
      γενική των ενδοπαρασιτικών των ενδοπαρασιτικών των ενδοπαρασιτικών
    αιτιατική τους ενδοπαρασιτικούς τις ενδοπαρασιτικές τα ενδοπαρασιτικά
     κλητική ενδοπαρασιτικοί ενδοπαρασιτικές ενδοπαρασιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοπαρασιτικός < ενδοπαράσιτο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοπαρασιτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία