Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταρήθρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σταρήθρ
α
οι
σταρήθρ
ες
γενική
της
σταρήθρ
ας
των
σταρηθρ
ών
αιτιατική
τη
σταρήθρ
α
τις
σταρήθρ
ες
κλητική
σταρήθρ
α
σταρήθρ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταρήθρα
<
σιταρήθρα
<
σιτάρι
+
-ήθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταρήθρα
θηλυκό
(
πτηνό
)
άλλη μορφή
του
σιταρήθρα
,
είδος
κορυδαλλού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταρήθρα
→
δείτε
τη λέξη
σιταρήθρα