αραβόσιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αραβόσιτος | οι | αραβόσιτοι |
γενική | του | αραβόσιτου & αραβοσίτου |
των | αραβόσιτων & αραβοσίτων |
αιτιατική | τον | αραβόσιτο | τους | αραβόσιτους & αραβοσίτους |
κλητική | αραβόσιτε | αραβόσιτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραβόσιτος < αραβό- + σίτος[1] (δηλαδή το σιτάρι των Αράβων) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική granoturco ή grano saraceno[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.si.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βό‐σι‐τος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραβόσιτος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις Άραβας και σίτος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραβόσιτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 αραβόσιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας