πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αραβόσιτος οι αραβόσιτοι
      γενική του αραβόσιτου
& αραβοσίτου
των αραβόσιτων
& αραβοσίτων
    αιτιατική τον αραβόσιτο τους αραβόσιτους
& αραβοσίτους
     κλητική αραβόσιτε αραβόσιτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αραβόσιτος < αραβό- + σίτος[1] (δηλαδή το σιτάρι των Αράβων) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική granoturco ή grano saraceno[1])
ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.si.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβόσιτος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία