Άραβας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άραβας | οι | Άραβες |
γενική | του | Άραβα | των | Αράβων |
αιτιατική | τον | Άραβα | τους | Άραβες |
κλητική | Άραβα | Άραβες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Άραβας < ελληνιστική κοινή Ἄραψ < αραβική عرب (ʿarab) < ρίζα ع ر ب (ʿ-r-b)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Άραβας αρσενικό (θηλυκό: Αραβίδα & Αράβισσα) (εθνικά ονόματα)
- αυτός που ανήκει στην φυλή των Αράβων
- αυτός που κατάγεται από μία αραβική χώρα
- αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην Αραβία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Άραβας