Ἄραψ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | Ἄραψ | Ἄραβε | Ἄραβες |
Γενική | Ἄραβος | Ἀράβοιν | Ἀράβων |
Δοτική | Ἄραβι | Ἀράβοιν | Ἄραψι(ν) |
Αιτιατική | Ἄραβα | Ἄραβε | Ἄραβας |
Κλητική | Ἄραψ | Ἄραβε | Ἄραβες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Ἄραψ αρσενικό