Ἄραψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ᾰρᾰβ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Ἄραψ | οἱ | Ἄραβες | ||||
γενική | τοῦ | Ἄραβος | τῶν | Ἀράβων | ||||
δοτική | τῷ | Ἄραβῐ | τοῖς | Ἄραψῐ(ν) & Ἀράβεσσι | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἄραβᾰ | τοὺς | Ἄραβᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Ἄραψ | Ἄραβες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἄραβε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀράβοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Ἄραψ' όπως «Ἄραψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἄραψ (ελληνιστική κοινή) < αραβική عَرَب (ʿarab) < ρίζα ع ر ب (ʿ-r-b)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἌραψ αρσενικό (θηλυκό Ἀραβίς)
Παράγωγα
επεξεργασίαΔε σχετίζεται με το ἄραβος (τρίξιμο των δοντιών)
Πηγές
επεξεργασία- Ἄραψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.