αράπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αράπης | οι | αράπηδες |
γενική | του | αράπη | των | αράπηδων |
αιτιατική | τον | αράπη | τους | αράπηδες |
κλητική | αράπη | αράπηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααράπης ή Αράπης αρσενικό (πληθυντικός αράπηδες ή αραπάδες), αραπίνα θηλυκό, αραπάκι ουδέτερο
- (μειωτικό) ο άνθρωπος με μαύρο δέρμα (Αφρικανός ή αφρικανικής καταγωγής) και, γενικότερα, αυτός που έχει πολύ σκούρα επιδερμίδα, που είναι πολύ μελαμψός
- (κατ’ επέκταση) αυτός που είναι πολύ μαυρισμένος (από έκθεση στον ήλιο, εργασία με υλικά όπως το κάρβουνο κ.λπ. -συνήθως συντάσσεται με το σαν)
- (λαϊκότροπο) ο Άραβας
- (αργκό) (παρωχημένο) ο χώρος απομόνωσης των φυλακών
- ※ Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν δεσμωτήριο εκατοντάδων αντιστασιακών (οι μελλοθάνατοι περνούσαν την τελευταία τους νύχτα έξω από το κυρίως κτίριο, σε ιδιαίτερο κελί, το λεγόμενο Αράπης) (από το άρθρο «Οι φυλακές Αβέρωφ (1892-1971)», tvxs.gr (11-12 Μαΐου 2013)· πρόσβαση: 2019-10-12).
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς: μην προσπαθείς να διορθώσεις κάποιον που από φυσικού του είναι έτσι, διότι ματαιοπονείς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αράπης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αράπης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αράπης, στο: ψηφιοποιημένο Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής Γλώσσας του Γ. Κάτου, από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αράπης στη Βικιπαίδεια