nigger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nigger | niggers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnigger (en)
- (υβριστικό, χυδαίο, αργκό, ρατσιστικό) ο νέγρος, ο αράπης, ο σκυλάραπας
- προτακτικό πολλών μειωτικών, υβριστικών συνθέτων ή χαλαρών σύνθετων
Σημειώσεις
επεξεργασία- η χρήση της λέξης αυτής, ιδιαίτερα από λευκούς, θεωρείται εξαιρετικά προσβλητική και ρατσιστική