ενικός         πληθυντικός  
nigger niggers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nigger (en)

  1. (υβριστικό, χυδαίο, αργκό, ρατσιστικό) ο νέγρος, ο αράπης, ο σκυλάραπας
  2. προτακτικό πολλών μειωτικών, υβριστικών συνθέτων ή χαλαρών σύνθετων

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η χρήση της λέξης αυτής, ιδιαίτερα από λευκούς, θεωρείται εξαιρετικά προσβλητική και ρατσιστική

Άλλες μορφές

επεξεργασία