↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νέγρος οι νέγροι
      γενική του νέγρου των νέγρων
    αιτιατική τον νέγρο τους νέγρους
     κλητική νέγρε νέγροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

νέγρος < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική negro < ισπανική negro ή πορτογαλική negro < λατινική negra[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈne.ɣɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νέ‐γρος

  Ουσιαστικό

νέγρος αρσενικό (θηλυκό νέγρα)

  1. (μειωτικό) κάποιος που κατάγεται (ο ίδιος ή οι πρόγονοί του) από την Υποσαχάρια Αφρική, έχει μαύρο χρώμα επιδερμίδας και τα άλλα χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής
  2. μαύρος χιπχοπάς ή ράπερ για ομόφυλό του

Συνώνυμα

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Αναφορές