νέγρος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νέγρος | οι | νέγροι |
γενική | του | νέγρου | των | νέγρων |
αιτιατική | τον | νέγρο | τους | νέγρους |
κλητική | νέγρε | νέγροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- νέγρος < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική negro < ισπανική negro ή πορτογαλική negro < λατινική negra[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈne.ɣɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νέ‐γρος
Ουσιαστικό
νέγρος αρσενικό (θηλυκό νέγρα)
- (μειωτικό) κάποιος που κατάγεται (ο ίδιος ή οι πρόγονοί του) από την Υποσαχάρια Αφρική, έχει μαύρο χρώμα επιδερμίδας και τα άλλα χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής
- μαύρος χιπχοπάς ή ράπερ για ομόφυλό του
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ νέγρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας