νεγροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεγροειδής | η | νεγροειδής | το | νεγροειδές |
γενική | του | νεγροειδούς* | της | νεγροειδούς | του | νεγροειδούς |
αιτιατική | τον | νεγροειδή | τη | νεγροειδή | το | νεγροειδές |
κλητική | νεγροειδή(ς) | νεγροειδής | νεγροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεγροειδείς | οι | νεγροειδείς | τα | νεγροειδή |
γενική | των | νεγροειδών | των | νεγροειδών | των | νεγροειδών |
αιτιατική | τους | νεγροειδείς | τις | νεγροειδείς | τα | νεγροειδή |
κλητική | νεγροειδείς | νεγροειδείς | νεγροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɣɾo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐γρο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίανεγροειδής, -ής, -ές
- που έχει κοινά χαρακτηριστικά με την φυλή των μαύρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεγροειδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νεγροειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας