σκυλάραπας
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκυλάραπας | οι | σκυλάραπες |
γενική | του | σκυλάραπα | των | σκυλάραπων |
αιτιατική | τον | σκυλάραπα | τους | σκυλάραπες |
κλητική | σκυλάραπα | σκυλάραπες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκυλάραπας αρσενικό
- (μειωτικό, ρατσιστικό) ο μαύρος, ο αράπης
Μεταφράσεις
σκυλάραπας
|