ρατσιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαρατσιστικός < ρατσιστ(ής) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαρατσιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο ρατσισμό
- ρατσιστική βία
Συγγενικά
επεξεργασία- ρατσιστικά
- → δείτε τη λέξη ράτσα
ρατσιστικός < ρατσιστ(ής) + -ικός
ρατσιστικός, -ή, -ό