n-word
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
n-word | n-words |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
n-word (en)
- (ευφημισμός, ανεπίσημο) άλλη μορφή του nigger, που αναφερόταν στην εξαιρετικά προσβλητική λέξη «nigger» για να αποφύγει να την πει