Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αράπικος η αράπικη το αράπικο
      γενική του αράπικου της αράπικης του αράπικου
    αιτιατική τον αράπικο την αράπικη το αράπικο
     κλητική αράπικε αράπικη αράπικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αράπικοι οι αράπικες τα αράπικα
      γενική των αράπικων των αράπικων των αράπικων
    αιτιατική τους αράπικους τις αράπικες τα αράπικα
     κλητική αράπικοι αράπικες αράπικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αράπικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αράπικος

  • αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αράπη

  Μεταφράσεις επεξεργασία