negraĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negraĉo | negraĉoj |
αιτιατική | negraĉon | negraĉojn |
negraĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negraĉo | negraĉoj |
αιτιατική | negraĉon | negraĉojn |
negraĉo (eo)