αραπιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αραπιά | οι | αραπιές |
γενική | της | αραπιάς | των | αραπιών |
αιτιατική | την | αραπιά | τις | αραπιές |
κλητική | αραπιά | αραπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραπιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραπιά θηλυκό
- αραβική χώρα
- αφρικανική χώρα
- το να είναι κάποιος φυλετικά ή πολιτιστικά μαύρος - υποσαχάριος
- σκοτάδι, μαυρίλα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αραπιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραπιά
|