Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραποφάσουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αραποφάσουλ
ο
τα
αραποφάσουλ
α
γενική
του
αραποφάσουλ
ου
των
αραποφάσουλ
ων
αιτιατική
το
αραποφάσουλ
ο
τα
αραποφάσουλ
α
κλητική
αραποφάσουλ
ο
αραποφάσουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραποφάσουλο
<
αράπης
+
-ο-
+
φασόλι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αραποφάσουλο
ουδέτερο
(
φυτό
) το
αμπελοφάσουλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραποφάσουλο
→
δείτε
τη λέξη
αμπελοφάσουλο