σιταρόσπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιταρόσπορος < μεσαιωνική ελληνική σιταρόσπορον / σιτόσπορος / σιτοσπόρος < αρχαία ελληνική σῖτος + σπόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιταρόσπορος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιταρόσπορος
|