πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτέλαιο τα σιτέλαια
      γενική του σιτέλαιου
& σιτελαίου
των σιτέλαιων
& σιτελαίων
    αιτιατική το σιτέλαιο τα σιτέλαια
     κλητική σιτέλαιο σιτέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτέλαιο < σίτ(ος) + -έλαιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία