σιτοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιτοκαλλιέργεια < σίτ(ος) + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιτοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια σίτου, σιταριού
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιτοκαλλιέργεια
|
σιτοκαλλιέργεια θηλυκό
|