πουλερικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπουλερικό ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: πουλερικά) οικόσιτο εκτρεφόμενο πτηνό (κότα, γαλοπούλα, πάπια, χήνα κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) το βρώσιμο κρέας των παραπάνω πτηνών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- γρίπη των πουλερικών: γρίπη των πτηνών
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πουλερικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πουλί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.