↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλοπούλα οι γαλοπούλες
      γενική της γαλοπούλας
    αιτιατική τη γαλοπούλα τις γαλοπούλες
     κλητική γαλοπούλα γαλοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλοπούλα < γάλ(ος) + -οπούλα
 
γαλοπούλες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαλοπούλα θηλυκό (και γάλος αρσενικό)

  • (πτηνό) οικόσιτο πουλί της οικογένειας Meleagrididae (Υποοικογένεια: Μελεαγρίδες/Meleagridinae. Γένος: Μελεαγρίς/Meleagris)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία