γαλοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλοπούλα | οι | γαλοπούλες |
γενική | της | γαλοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | γαλοπούλα | τις | γαλοπούλες |
κλητική | γαλοπούλα | γαλοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλοπούλα θηλυκό (και γάλος αρσενικό)
- (πτηνό) οικόσιτο πουλί της οικογένειας Meleagrididae (Υποοικογένεια: Μελεαγρίδες/Meleagridinae. Γένος: Μελεαγρίς/Meleagris)
Συνώνυμα
επεξεργασία- γαλί
- γάλος
- γαλόπουλο
- διάνος
- ινδιάνος
- ινδική όρνις
- ινδόρνις
- κάκνος/κακνί
- κούβος
- κούρκα
- κούρκος
- μισίρκα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γαλοπούλα στη Βικιπαίδεια