meleagrino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meleagrino | meleagrinoj |
αιτιατική | meleagrinon | meleagrinojn |
meleagrino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meleagrino | meleagrinoj |
αιτιατική | meleagrinon | meleagrinojn |
meleagrino (eo)