↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρκα οι κούρκες
      γενική της κούρκας
    αιτιατική την κούρκα τις κούρκες
     κλητική κούρκα κούρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούρκα < σλαβικής προέλευσης (ηχομιμητική λέξη) curca

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούρκα θηλυκό και κούρκος αρσενικό