Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρκα < σλαβικής προέλευσης (ηχομιμητική λέξη) curca

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρκα θηλυκό και κούρκος αρσενικό