Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισίρκα οι μισίρκες
      γενική της μισίρκας των μισιρκών
    αιτιατική τη μισίρκα τις μισίρκες
     κλητική μισίρκα μισίρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισίρκα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈsiɾ.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σίρ‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μισίρκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 18.