Ετυμολογία en

επεξεργασία

safeguard (en) < safe + guard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

safeguard (en)

  1. δικλείδα ασφαλείας, προληπτικό μέτρο, άμυνα, για καλό και για κακό
  2. διασφάλιση
ενεστώτας safeguard
γ΄ ενικό ενεστώτα safeguards
αόριστος safeguarded
παθητική μετοχή safeguarded
ενεργητική μετοχή safeguarding

safeguard (en)

  1. προστατεύω, κρατώ κάποιον ασφαλή, συνοδεύω για λόγους ασφαλείας
    She kept a savings to safeguard against debt and emergencies.
  2. διασφαλίζω, εξασφαλίζω
    ※  You should always create a full backup to safeguard your files
    Πρέπει πάντα να δημιουργείτε ένα πλήρες αντίγραφο ασφαλείας για να εξασφαλίσετε τα αρχεία σας (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Συγγενικά

επεξεργασία