conservative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conservative |
συγκριτικός | more conservative |
υπερθετικός | most conservative |
conservative (en)
- συντηρητικός
- ⮡ a conservative party - συντηρητικό κόμμα
- ⮡ a conservative estimate - συντηρητικός υπολογισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conservative | conservatives |
conservative (en)
- ο συντηρητικός, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά
- ⮡ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
- ⮡ Conservatives fight for preservation of the status quo.