ενεστώτας protect
γ΄ ενικό ενεστώτα protects
αόριστος protected
παθητική μετοχή protected
ενεργητική μετοχή protecting

protect (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) προστατεύω, υπερασπίζω, φροντίζω να μην τραυματιστεί κάποιος ή κάτι
    ⮡  I am protecting my health.
    Προστατεύω την υγεία μου.
    ⮡  protected members of the family - προστατευμένα/προστατευόμενα μέλη της οικογένειας
    ⮡  Protect yourself from cancer with proper nutrition.
    Προστατευτείτε από τον καρκίνο με σωστή διατροφή.
    ⮡  He protected her with his body.
    Την υπεράσπισε με το σώμα του.
     συνώνυμα:  defend και shield

Συγγενικά

επεξεργασία