Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shield shields

shield (en)

  1. η ασπίδα
  2. (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο
ενεστώτας shield
γ΄ ενικό ενεστώτα shields
αόριστος shielded
παθητική μετοχή shielded
ενεργητική μετοχή shielding

shield (en)