shield
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shield | shields |
shield (en)
- η ασπίδα
- (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shield |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shields |
αόριστος | shielded |
παθητική μετοχή | shielded |
ενεργητική μετοχή | shielding |
shield (en)
- (μεταβατικό) υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο, βλάβη ή κάτι δυσάρεστο