ενεστώτας defend
γ΄ ενικό ενεστώτα defends
αόριστος defended
παθητική μετοχή defended
ενεργητική μετοχή defending

defend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αμύνομαι, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από επίθεση
    They attacked me and I just had to defend myself.
    Μου επιτέθηκαν κι εγώ απλούστατα αμύνθηκα.
    We defended ourselves against their attacks.
    Αμυνθήκαμε στις επιθέσεις τους.
    We defended our country against its enemies.
    Υπερασπίσαμε την παρτίδα μας κατά των εχθρών της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protect
  2. (μεταβατικό) προασπίζω/προασπίζομαι, υπερασπίζω, προστατεύω κάτι που εκτιμώ και εμποδίζω να το αφαιρέσουν
    He’s defending justice.
    Προασπίζει τη δικαιοσύνη.
    I am defending my rights.
    Προασπίζομαι τα δικαιώματα μου.
    They are defending women’s rights.
    Υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη support
  3. (μεταβατικό) υπεραμύνομαι, υπερασπίζω, λέω ή γράφω κάτι υπέρ κάποιου ή κάτι που έχει επικριθεί
    In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
    Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.
    I will defend my friends whatever happens.
    Θα υπερασπιστώ τους φίλους μου ό,τι και να γίνει.
     συνώνυμα:  justify, stand up for και stick up for