defend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | defend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defends |
αόριστος | defended |
παθητική μετοχή | defended |
ενεργητική μετοχή | defending |
Ρήμα
επεξεργασίαdefend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αμύνομαι, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από επίθεση
- ⮡ They attacked me and I just had to defend myself.
- Μου επιτέθηκαν κι εγώ απλούστατα αμύνθηκα.
- ⮡ We defended ourselves against their attacks.
- Αμυνθήκαμε στις επιθέσεις τους.
- ⮡ We defended our country against its enemies.
- Υπερασπίσαμε την παρτίδα μας κατά των εχθρών της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protect
- ⮡ They attacked me and I just had to defend myself.
- (μεταβατικό) προασπίζω/προασπίζομαι, υπερασπίζω, προστατεύω κάτι που εκτιμώ και εμποδίζω να το αφαιρέσουν
- (μεταβατικό) υπεραμύνομαι, υπερασπίζω, λέω ή γράφω κάτι υπέρ κάποιου ή κάτι που έχει επικριθεί
- ⮡ In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
- Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.
- ⮡ I will defend my friends whatever happens.
- Θα υπερασπιστώ τους φίλους μου ό,τι και να γίνει.
- ≈ συνώνυμα: justify, stand up for και stick up for
- ⮡ In his farewell speech, he defended his choices and his policies.