justify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | justify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | justifies |
αόριστος | justified |
παθητική μετοχή | justified |
ενεργητική μετοχή | justifying |
Ρήμα
επεξεργασίαjustify (en)
- δικαιολογώ, δικαιώνω, δείχνω ότι κάποιος ή κάτι είναι σωστό ή λογικό
- δικαιολογώ, δίνω μια εξήγηση ή δικαιολογία για κάτι ή για να κάνω κάτι
- ευθυγραμμίζω και την δεξιά και την αριστερή άκρη μιας παραγράφου κειμένου σε έντυπο ή σε οθόνη υπολογιστή