ενεστώτας justify
γ΄ ενικό ενεστώτα justifies
αόριστος justified
παθητική μετοχή justified
ενεργητική μετοχή justifying

justify (en)

  1. δικαιολογώ, δικαιώνω, δείχνω ότι κάποιος ή κάτι είναι σωστό ή λογικό
    ⮡  Nothing justifies such behavior.
    Τίποτα δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά.
    ⮡  His suspicions were completely justified.
    Οι υποψίες του δικαιώθηκαν πλήρως.
     συνώνυμα: warrant
  2. δικαιολογώ, δίνω μια εξήγηση ή δικαιολογία για κάτι ή για να κάνω κάτι
    ⮡  You can hardly justify such behavior.
    Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη defend
  3. ευθυγραμμίζω και την δεξιά και την αριστερή άκρη μιας παραγράφου κειμένου σε έντυπο ή σε οθόνη υπολογιστή

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία