warrant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
warrant | warrants |
warrant (en)
- (νομικός όρος) το ένταλμα, ένα νομικό έγγραφο που υπογράφεται από δικαστή και δίνει την εξουσία στην αστυνομία να κάνει κάτι
- ⮡ A warrant is out against him/for his arrest.
- Εξεδόθη ένταλμα εναντίον του/για τη σύλληψή του.
- → δείτε τη λέξη writ
- ⮡ A warrant is out against him/for his arrest.
- (οικονομία) το ένταλμα, ένα έγγραφο που μου δίνει το δικαίωμα να λαμβάνω χρήματα, υπηρεσίες κτλ.
- ⮡ a warrant for dividend payments - ένταλμα πληρωμής μερίσματος
- (μη μετρήσιμο, επίσημο, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) το δικαίωμα, ένας αποδεκτός λόγος για να κάνει κάτι
- ⮡ He had no warrant to say so/to do such a thing.
- Δεν είχε δικαίωμα να πει/να κάνει τέτοια πράγμα.
- ⮡ He had no warrant to say so/to do such a thing.
- η διαταγή, εξουσιοδότηση για να κάνει κάτι από ανώτερο
- ⮡ The death warrant had been signed.
- Υπεργράφη η διαταγή θανατικής εκτελέσεως.
- ⮡ The death warrant had been signed.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | warrant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warrants |
αόριστος | warranted |
παθητική μετοχή | warranted |
ενεργητική μετοχή | warranting |
- δικαιολογώ, είναι επαρκής δικαιολογία
- ⮡ Nothing warrants such behavior.
- Τίποτα δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά.
- ⮡ His interference is not warranted in any way.
- Η παρέμβαση του δεν δικαιολογείται κατά κανένα τρόπο.
- ⮡ That is not enough to warrant a police officer to shoot.
- Αυτό δεν είναι επαρκής δικαιολογία για να πυροβολήσει ένας αστυφύλακας.
- ≈ συνώνυμα: justify
- ⮡ Nothing warrants such behavior.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwarrant (fr) αρσενικό