Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
warrant warrants

warrant (en)

  1. (νομικός όρος) το ένταλμα, ένα νομικό έγγραφο που υπογράφεται από δικαστή και δίνει την εξουσία στην αστυνομία να κάνει κάτι
    A warrant is out against him/for his arrest.
    Εξεδόθη ένταλμα εναντίον του/για τη σύλληψή του.
    → δείτε τη λέξη writ
  2. (οικονομία) το ένταλμα, ένα έγγραφο που μου δίνει το δικαίωμα να λαμβάνω χρήματα, υπηρεσίες κτλ.
    a warrant for dividend payments - ένταλμα πληρωμής μερίσματος
  3. (μη μετρήσιμο, επίσημο, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) το δικαίωμα, ένας αποδεκτός λόγος για να κάνει κάτι
    He had no warrant to say so/to do such a thing.
    Δεν είχε δικαίωμα να πει/να κάνει τέτοια πράγμα.
  4. η διαταγή, εξουσιοδότηση για να κάνει κάτι από ανώτερο
    The death warrant had been signed.
    Υπεργράφη η διαταγή θανατικής εκτελέσεως.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας warrant
γ΄ ενικό ενεστώτα warrants
αόριστος warranted
παθητική μετοχή warranted
ενεργητική μετοχή warranting

warrant (en) (επίσημο)

  • δικαιολογώ, είναι επαρκής δικαιολογία
    Nothing warrants such behavior.
    Τίποτα δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά.
    His interference is not warranted in any way.
    Η παρέμβαση του δεν δικαιολογείται κατά κανένα τρόπο.
    That is not enough to warrant a police officer to shoot.
    Αυτό δεν είναι επαρκής δικαιολογία για να πυροβολήσει ένας αστυφύλακας.
     συνώνυμα: justify

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

warrant (fr) αρσενικό