search warrant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
search warrant | search warrants |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsearch warrant (en)
- (νομικός όρος) το ένταλμα κατ' οίκον έρευνας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- search warrant στην αγγλική Βικιπαίδεια