Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
search searches

search (en)

  • η αναζήτηση
    I want to do a search.
    Θέλω να κάνω μια αναζήτηση.
    I’m in search of a new house./I’m on a search for a new house.
    Είμαι σε αναζήτηση νέου σπιτιού.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας search
γ΄ ενικό ενεστώτα searches
αόριστος searched
παθητική μετοχή searched
ενεργητική μετοχή searching

search (en)

  Πηγές επεξεργασία