searching
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | searching |
συγκριτικός | more searching |
υπερθετικός | most searching |
searching (en)
- εξονοχυστική, λεπτομερής (κυρίως για έρευνα)
- ερευνητικός
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαsearching (en)