searchingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | searchingly |
συγκριτικός | more searchingly |
υπερθετικός | most searchingly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsearchingly (en)
- ερευνητικά
- ⮡ She looked at him for a long time searchingly.
- Τον κοίταζε πολύ ώρα ερευνητικά.
- ≈ συνώνυμα: investigatively
- ⮡ She looked at him for a long time searchingly.