παραθετικά
θετικός justified
συγκριτικός more justified
υπερθετικός most justified

  Επίθετο

επεξεργασία

justified (en)

  • δικαιολογημένος, έχω καλό λόγο να κάνω κάτι
    ⮡  I am justified in believing that…
    Είμαι δικαιολογημένος/Έχω τα δικαιώματα να πιστεύω ότι…

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

justified (en)