↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικαιολογημένος η δικαιολογημένη το δικαιολογημένο
      γενική του δικαιολογημένου της δικαιολογημένης του δικαιολογημένου
    αιτιατική τον δικαιολογημένο τη δικαιολογημένη το δικαιολογημένο
     κλητική δικαιολογημένε δικαιολογημένη δικαιολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικαιολογημένοι οι δικαιολογημένες τα δικαιολογημένα
      γενική των δικαιολογημένων των δικαιολογημένων των δικαιολογημένων
    αιτιατική τους δικαιολογημένους τις δικαιολογημένες τα δικαιολογημένα
     κλητική δικαιολογημένοι δικαιολογημένες δικαιολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικαιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δικαιολογώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ce.o.lo.ʝiˈme.nos/

δικαιολογημένος -η -ο

  1. που έχει δικαιολογία και άρα συγχωρείται ή δεν καταλογίζεται
    άργησε να έρθει αλλά είναι δικαιολογημένος λόγω της απεργίας των λεωφορείων
    στο σχολείο οι απουσίες λόγω ασθένειας θεωρούνται δικαιολογημένες
  2. που έχει βάσιμη δικαιολογία και άρα είναι κατανοητός ή θεωρείται δίκαιος
    δικαιολογημένη αγανάκτηση νιώθουν οι κάτοικοι του χωριού για την εγκατάλειψή τους από το κράτος
    δικαιολογημένη έκρηξη οργής

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία