δικαιολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δικαιολογώ
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδικαιολογημένος -η -ο
- που έχει δικαιολογία και άρα συγχωρείται ή δεν καταλογίζεται
- άργησε να έρθει αλλά είναι δικαιολογημένος λόγω της απεργίας των λεωφορείων
- στο σχολείο οι απουσίες λόγω ασθένειας θεωρούνται δικαιολογημένες
- που έχει βάσιμη δικαιολογία και άρα είναι κατανοητός ή θεωρείται δίκαιος
- δικαιολογημένη αγανάκτηση νιώθουν οι κάτοικοι του χωριού για την εγκατάλειψή τους από το κράτος
- δικαιολογημένη έκρηξη οργής