ενεστώτας stand up for
γ΄ ενικό ενεστώτα stands up for
αόριστος stood up for
παθητική μετοχή stood up for
ενεργητική μετοχή standing up for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stand up for < → δείτε τις λέξεις stand, up και for & stand up

stand up for (en)

  • υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, παίρνω το μέρος κάποιου ή κάτι
    ⮡  I will stand up for my friends whatever happens.
    Θα υπερασπιστώ τους φίλους μου ό,τι και να γίνει.
    ⮡  They are standing up for women’s rights.
    Υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις defend και support