stick up for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stick up for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sticks up for |
αόριστος | stuck up for |
παθητική μετοχή | stuck up for |
ενεργητική μετοχή | sticking up for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstick up for (en)
- (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) υποστηρίζω, υπερασπίζομαι