Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεραμύνομαι < υπερ- + αμύνομαι

υπεραμύνομαι, στ.μέλλ.: θα υπεραμύνθηκα (αποθετικό ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία