κονσερβοκούτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονσερβοκούτι | τα | κονσερβοκούτια |
γενική | του | κονσερβοκουτιού | των | κονσερβοκουτιών |
αιτιατική | το | κονσερβοκούτι | τα | κονσερβοκούτια |
κλητική | κονσερβοκούτι | κονσερβοκούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κονσερβοκούτι < κονσέρβ(α) + -ο- + κουτ(ί) + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονσερβοκούτι ουδέτερο