κονσερβοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονσερβοποίηση | οι | κονσερβοποιήσεις |
γενική | της | κονσερβοποίησης | των | κονσερβοποιήσεων |
αιτιατική | την | κονσερβοποίηση | τις | κονσερβοποιήσεις |
κλητική | κονσερβοποίηση | κονσερβοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κονσερβοποίηση < κονσερβο(ποιώ) +-ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κονσερβοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κονσερβοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονσερβοποίηση
|