Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσερβοποιώ < κονσέρβα + -ο- + -ποιώ

κονσερβοποιώ (παθητική φωνή: κονσερβοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία