Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονσερβοποιώ < κονσέρβα + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κονσερβοποιώ (παθητική φωνή: κονσερβοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία