κονσερβοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακονσερβοποιώ (παθητική φωνή: κονσερβοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κονσερβοποιείο
- κονσερβοποιημένος
- κονσερβοποίηση
- κονσερβοποιία
- κονσερβοποιός
- → δείτε τις λέξεις κονσέρβα και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κονσερβοποιώ | κονσερβοποιούσα | θα κονσερβοποιώ | να κονσερβοποιώ | κονσερβοποιώντας | |
β' ενικ. | κονσερβοποιείς | κονσερβοποιούσες | θα κονσερβοποιείς | να κονσερβοποιείς | (κονσερβοποίει) | |
γ' ενικ. | κονσερβοποιεί | κονσερβοποιούσε | θα κονσερβοποιεί | να κονσερβοποιεί | ||
α' πληθ. | κονσερβοποιούμε | κονσερβοποιούσαμε | θα κονσερβοποιούμε | να κονσερβοποιούμε | ||
β' πληθ. | κονσερβοποιείτε | κονσερβοποιούσατε | θα κονσερβοποιείτε | να κονσερβοποιείτε | κονσερβοποιείτε | |
γ' πληθ. | κονσερβοποιούν(ε) | κονσερβοποιούσαν(ε) | θα κονσερβοποιούν(ε) | να κονσερβοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κονσερβοποίησα | θα κονσερβοποιήσω | να κονσερβοποιήσω | κονσερβοποιήσει | ||
β' ενικ. | κονσερβοποίησες | θα κονσερβοποιήσεις | να κονσερβοποιήσεις | κονσερβοποίησε | ||
γ' ενικ. | κονσερβοποίησε | θα κονσερβοποιήσει | να κονσερβοποιήσει | |||
α' πληθ. | κονσερβοποιήσαμε | θα κονσερβοποιήσουμε | να κονσερβοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κονσερβοποιήσατε | θα κονσερβοποιήσετε | να κονσερβοποιήσετε | κονσερβοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κονσερβοποίησαν κονσερβοποιήσαν(ε) |
θα κονσερβοποιήσουν(ε) | να κονσερβοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κονσερβοποιήσει | είχα κονσερβοποιήσει | θα έχω κονσερβοποιήσει | να έχω κονσερβοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κονσερβοποιήσει | είχες κονσερβοποιήσει | θα έχεις κονσερβοποιήσει | να έχεις κονσερβοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κονσερβοποιήσει | είχε κονσερβοποιήσει | θα έχει κονσερβοποιήσει | να έχει κονσερβοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κονσερβοποιήσει | είχαμε κονσερβοποιήσει | θα έχουμε κονσερβοποιήσει | να έχουμε κονσερβοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κονσερβοποιήσει | είχατε κονσερβοποιήσει | θα έχετε κονσερβοποιήσει | να έχετε κονσερβοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κονσερβοποιήσει | είχαν κονσερβοποιήσει | θα έχουν κονσερβοποιήσει | να έχουν κονσερβοποιήσει |
|