κονσερβοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονσερβοποιείο < κονσέρβ(α) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονσερβοποιείο ουδέτερο
- εργαστήριο παραγωγής κονσερβών με διατηρημένα προϊόντα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κονσερβοποιείο
|