κονσερβοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακονσερβοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονσερβοποιώ
- θα κονσερβοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονσερβοποιώ