Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κονσερβοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονσερβοποιώ
  2. θα κονσερβοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονσερβοποιώ