Ετυμολογία

επεξεργασία
conservo < (cum) con- + servo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koːnˈser.woː/
 

conservo (la) (cōnservō1, cōnservāvī, cōnservātum, cōnservāre)