Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cannot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
cannot
<
can
+
not
Ρήμα
επεξεργασία
cannot
(en)
(
αρνητικό
modal verb
)
δεν
μπορώ
,
απαγορεύεται
⮡
I
cannot
hear you.
Δεν μπορώ
να σε ακούσω.
⮡
You
cannot
smoke for the entire duration of the flight.
Το κάπνισμα
απαγορεύεται
καθ' όλη την διάρκεια της πτήσης.
≈
συνώνυμα
:
can't