απαγορεύεται
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαγορεύεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του απαγορεύω
ΡήμαΕπεξεργασία
απαγορεύεται
- δεν δίνεται η άδεια ή η δυνατότητα, δεν επιτρέπεται
- Το κάπνισμα απαγορεύεται καθ' όλη την διάρκεια της πτήσης.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απαγορεύεται
|