απαγορεύεται
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαγορεύεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του απαγορεύω
Ρήμα
επεξεργασίααπαγορεύεται
- δεν δίνεται η άδεια ή η δυνατότητα, δεν επιτρέπεται
- ⮡ Το κάπνισμα απαγορεύεται καθ' όλη την διάρκεια της πτήσης.
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαγορεύεται