επιτρέπεται
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτρέπεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του επιτρέπω
ΡήμαΕπεξεργασία
επιτρέπεται
- δίνεται η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
- Το κάπνισμα επιτρέπεται μόνο στον κήπο.
- με ερωτηματικό χρησιμοποιείται για να ζητήσει την άδεια
- Επιτρέπεται να καθίσω;
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- απαγορεύεται
- είναι ανεπίτρεπτο